χλωραμφαινικόλη

χλωραμφαινικόλη
Αντιβιοτικό που απομονώθηκε το 1947 από καλλιέργειες του Streptomyces venezuelae και τώρα παρασκευάζεται συνθετικά σε ευρεία κλίμακα· ανήκει στην ομάδα των αντιβιοτικών που έχουν ευρύ φάσμα δράσης και είναι πολύ αποτελεσματικά τόσο κατά των gram-θετικών μικροβίων και των σπειροχαιτών (κατά των οποίων όμως είναι λιγότερο αποτελεσματική από την πενικιλλίνη και τις τετρακυκλίνες) όσο και κατά των gram-αρνητικών μικροβίων, κόκκων, ρικετσιών και μερικών ιών. Ένα από τα ευνοϊκότερα για τη χρήση της χαρακτηριστικά είναι το ότι σπάνια παρουσιάζονται φαινόμενα ανθεκτικότητας των μικροβίων σε αυτή. Η χ. χρησιμοποιείται σε ευρεία ομάδα λοιμωδών νοσημάτων· κύριες πάντως ενδείξεις χρήσης της παραμένουν οι σαλμονελλώσεις (κοιλιακός τύφος, παράτυφοι), οι βρουκελλώσεις, οι ρικετσιώσεις και νόσοι από ιούς μεγάλου μεγέθους. Χορηγείται μέσω της στοματικής και παρεντερικής οδού, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Θεωρείται αντιβιοτικό που έχει μερικές τοξικές ενέργειες, γι’ αυτό και η χρήση του όσο πάει και μειώνεται. Βλάβες ελαφρές ή πολύ σοβαρές (απλαστική αναιμία) από το αιμοποιητικό παρατηρήθηκαν σε άτομα στα οποία χορηγήθηκε χλωραμφαινικόλη.
* * *
και χλωραμφενικόλη, η, Ν
(φαρμ.) αντιβιοτικό λαμβανόμενο από ορισμένα στελέχη τού μύκητα Streptomyces venezuelae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chloramphenicol < chlor[o]- (< χλωρ[ο]-*) + am[ide] «αμίδιο» + phe(n)- (βλ. λ. φαινόλη) + ni[tr-] (πρβλ. νίτρο) + -col (πρβλ. γλυκόλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωραμφενικόλη — η, Ν (φαρμ.) βλ. χλωραμφαινικόλη …   Dictionary of Greek

  • χλωρομυκητίνη — Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”